- λοφη
- λόφηἡ Diod. = λοφιά См. λοφια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λόφη — λόφη, ἡ (Α) η λοφιά («οἱ δὲ τὴν λόφην δασεῑαν εἶχον τριχώδη», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λόφος, πιθ. κατά το κόμη] … Dictionary of Greek
λόφῃ — λόφη crest fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφην — λόφη crest fem acc sg (attic epic ionic) λοφάω have a crest imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) λοφάω have a crest imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφηφόρος — λοφηφόρος, ον (Α) (για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek